keel$42137$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

keel$42137$ - translation to ελληνικό

STRUCTURAL ELEMENT OF A SHIP HULL, OR BOAT HULL
Keel yacht; Keel plate; Ship’s keel; Swing keel
  • Lateral resistance effect of a sailing keel
  • Sailing [[yacht]] with a fin keel
  • Righting effect of a keel, where A is the center of buoyancy and G is the centre of gravity (hypothetical example).
  • 6}} in [[drydock]]

keel      
v. αναποδογυρίζω

Ορισμός

keel
keel1
¦ noun
1. a lengthwise structure along the base of a ship, in some vessels extended downwards as a ridge to increase stability.
2. Zoology a central ridge along the back or convex surface of an organ or structure.
3. Botany a prow-shaped pair of petals present in flowers of the pea family.
¦ verb (keel over)
1. (of a boat or ship) turn over on its side; capsize.
2. fall over.
Derivatives
keeled adjective
keelless adjective
Origin
ME: from ON kj?lr, of Gmc origin.
--------
keel2
¦ noun Brit. a flat-bottomed boat of a kind formerly used on the Rivers Tyne and Wear for loading coal-transporting ships.
Origin
ME: from Mid. Low Ger. kel, MDu. kiel 'ship, boat'.

Βικιπαίδεια

Keel

The keel is the bottom-most longitudinal structural element on a vessel. On some sailboats, it may have a hydrodynamic and counterbalancing purpose, as well. The laying of the keel is often the initial step in the construction of a ship. In the British and American shipbuilding traditions, this event marks the beginning date of a ship's construction.